- τρικινητήριος
- -α, -ο1. αυτός που έχει τρεις κινητήρες, τρεις μηχανές.2. το ουδ. ως ουσ., τρικινητήριο αεροπλάνο με τρεις κινητήρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρικινητήριος — α, ο, Ν ο εφοδιασμένος με τρεις κινητήρες («τρικινητήριο αεροπλάνο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κινητήριος (< κινητήρας)] … Dictionary of Greek